Μερίδιο στα ολλανδικά

Μετάφραση: μερίδιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stuk, deel, afbreken, scheiden, delen, opsplitsen, deling, deels, legerafdeling, onderdeel, gewest, afscheiden, gebied, regio, rol, verdelen, aandeel, Share, aandelen
Μερίδιο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μερίδιο

μερίδιο αγοράς, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας 2012, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας, μερίδιο των αγγέλων, μερίδιο αγοράς σταθερής τηλεφωνίας, μερίδιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μερίδιο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μενεξές στα ολλανδικά - paars, violetkleurig, pimpelpaars, viooltje, violet, viool, violette, ...
  • μερίδα στα ολλανδικά - stuk, gedeelte, rantsoen, portie, part, deel, aandeel
  • μεραρχία στα ολλανδικά - deling, verdeling, legerafdeling, divisie, afdeling, verdeeldheid
  • μεριά στα ολλανδικά - kant, flank, glooiing, helling, schuinte, ver, zijde, ...
Τυχαίες λέξεις
Μερίδιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stuk, deel, afbreken, scheiden, delen, opsplitsen, deling, deels, legerafdeling, onderdeel, gewest, afscheiden, gebied, regio, rol, verdelen, aandeel, Share, aandelen