Afslag στα ελληνικά
Μετάφραση: afslag, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάπαυλα, μείωση, ανακοπή, αναστολή, ελάττωση, εναιώρημα, διάλλειμα, έκπτωση, πλειστηριασμός, ανάρτηση, δημοπρασία, δημοπρασίας, πλειστηριασμού, πλειστηριασμό, δημοπρασιών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afslaan στα ελληνικά - ταπεινώνω, απορρίπτω, μείωση, έκπτωση, χαμηλώνω, σειρά, στροφή, ...
- afslachten στα ελληνικά - μακελειό, κρεοπώλης, σφαγή, σφάζω, χασάπης, σφαγής, τη σφαγή, ...
- afsluiten στα ελληνικά - εμποδίζω, φράζω, μπαρ, παρακωλύω, κλειδαριά, ολοκληρώνω, φραγμός, ...
- afsluiting στα ελληνικά - φράγμα, μπάρα, φραγμός, τάφρος, εμπόδιο, φράχτης, σφραγίδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Afslag στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάπαυλα, μείωση, ανακοπή, αναστολή, ελάττωση, εναιώρημα, διάλλειμα, έκπτωση, πλειστηριασμός, ανάρτηση, δημοπρασία, δημοπρασίας, πλειστηριασμού, πλειστηριασμό, δημοπρασιών
Μεταφράσεις: ανάπαυλα, μείωση, ανακοπή, αναστολή, ελάττωση, εναιώρημα, διάλλειμα, έκπτωση, πλειστηριασμός, ανάρτηση, δημοπρασία, δημοπρασίας, πλειστηριασμού, πλειστηριασμό, δημοπρασιών