Λέξη: φορητός
Σχετικές λέξεις: φορητός
φορητός βιντεοπροβολέας, φορητός υπολογιστής, φορητός projector, φορητός σκληρός δίσκος, φορητός αποστειρωτής πιπίλας, φορητός υπολογιστής ibm lenovo thinkpad t410 core i5 2.4 ghz standard grade, φορητός φορτιστής, φορητός εκτυπωτής, φορητός πομποδέκτης cb, φορητός πομποδέκτης
Συνώνυμα: φορητός
ανεκτός, υποφερτός, μετακομιστός
Μεταφράσεις: φορητός
φορητός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
portable, Mobile, laptop &, laptop, notebook
φορητός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
portátil, transportable, portable, portátiles, portátil de, portable de
φορητός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übertragbar, tragbar, portierbar, portabel, tragbaren, tragbare, portable
φορητός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
portatif, mobile, transportable, allant, transmissible, portable, portables, portative
φορητός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mobile, portatile, Portable, portatili, portabile, portatile di
φορητός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
portátil, porto, portáteis, portable, portátil de, portável
φορητός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
draagbaar, portable, draagbare, Bijkomend, mobiele
φορητός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
передвижной, переносной, съемный, портативный, разборный, складной, переносный, портативные, портативных, портативное
φορητός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bærbar, bærbart, portable, bærbare, portabel
φορητός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bärbara, portabel, bärbar, portabla, bärbart
φορητός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siirrettävä, matkakirjoituskone, kannettava, kannettavat, kannettavan, kannettavien, kannettavia
φορητός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bærbare, bærbar, bærbart, transportabel, UN
φορητός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pojízdný, přenosný, přenosné, přenosná, mobilní, přenosných
φορητός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przenośny, walizkowy, przenośne, przenośnych, przenośna, przenośnym
φορητός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hordozható, a hordozható, mobil
φορητός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
portatif, taşınabilir, Portable, taşınabilir bir
φορητός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
портативність, портативний
φορητός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
portativ, lëvizshëm, portative, i lëvizshëm, të lëvizshëm
φορητός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
портативен, преносим, преносими, преносимо, портативни
φορητός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
партатыўны
φορητός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teisaldatav, kaasaskantav, kaasaskantavad, kantavate, kaasaskantavate, portatiivsete
φορητός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokretan, prijenosni, prenosiv, Portable, prijenosne, prijenosna
φορητός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flytjanlegur, færanlegan, Portable, færanlegt, þráðlaus
φορητός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
portatyvus, kilnojamas, nešiojamas, nešiojamų, nešiojamasis
φορητός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
portatīvs, portatīvo, pārnēsājamas, portable, portatīvais
φορητός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пренослив, преносливо, преносни, портабл, преносливи
φορητός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
portabil, portabile, portabilă, portative
φορητός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prenosni, portable, prenosna, prenosne, prenosen
φορητός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prenositeľný, prenosný, prenosné
Στατιστικά δημοτικότητας: φορητός
Τυχαίες λέξεις