Ελάττωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afslag, achteruitgang, besnoeiing, rabat, afname, vermindering, verflauwing, korting, reductie, verlaging, verkleining, vermindering van
Ελάττωση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωση

ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελάττωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ελάσσων στα ολλανδικά - luttel, min, minderjarig, gering, karig, kleiner, klein, ...
  • ελάττωμα στα ολλανδικά - afwezigheid, defect, gebrek, gemis, tekort, tekortkoming, euvel, ...
  • ελάφι στα ολλανδικά - hert, herten, deer, ree, herten van
  • ελάχιστος στα ολλανδικά - minimaal, minimum, minimale, minste, ten minste
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afslag, achteruitgang, besnoeiing, rabat, afname, vermindering, verflauwing, korting, reductie, verlaging, verkleining, vermindering van