Aggregaat στα ελληνικά
Μετάφραση: aggregaat, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά
![Aggregaat στα ελληνικά Aggregaat στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-nl-gr-680.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ageren στα ελληνικά - πράξη, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
- agglomeraat στα ελληνικά - συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
- aggregatie στα ελληνικά - συναρμολόγηση, συρροή, συσσώρευση, σύναξη, συσσωμάτωμα, συσσωμάτωση, συσσωμάτωσης, ...
- agitatie στα ελληνικά - κινούμαι, ανακατεύω, αναταραχή, ενόχληση, σάλος, πτερυγίζω, αναδεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Aggregaat στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά
Μεταφράσεις: συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά