Λέξη: άξεστος
Σχετικές λέξεις: άξεστος
άξεστος συνώνυμα
Συνώνυμα: άξεστος
ωμός, άωρος, ακατέργαστος, άψητος, βάναυσος, κακόγουστος, άτεχνος, αδούλευτος, τραχύς, ανώμαλος, αγροίκος, αδιύλιστος, ανεπεξέργαστος, αλουστράριστος, αγυάλιστος
Μεταφράσεις: άξεστος
άξεστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uncouth, unpolished, rough, lout, boor
άξεστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tosco, sin pulir, pulir, unpolished, pulida, no pulida
άξεστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grob, ungeschliffen, unpoliert, unpolierten, unpolierte, ungeschliffenen
άξεστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
godiche, écru, gauche, cru, maladroit, grossier, rude, brut, non poli, mat, non polie, fruste, non polies
άξεστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
unpolished, rozzo, non lucidato, non levigato, non lucidata
άξεστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
não polido, rude, inculto, unpolished, polido
άξεστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongepolijst, ongepolijste, unpolished, gepolijste, niet gepolijste
άξεστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неотшлифованный, аляповатый, топорный, неотесанный, неуклюжий, грубоватый, неотполированный, нешлифованных, неотполированным, неполированный
άξεστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grov, upolert, upolerte, unpolished, uslipt, uslipen
άξεστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
opolerat, opolerade, opolerad, Oputsade, ohyfsad
άξεστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karkea, kiillottamaton, kiillottamattomia, unpolished, kiillottamatonta, hiomaton
άξεστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
upoleret, upolerede, afskallet, unpolished, usleben
άξεστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neohrabaný, hrubý, neotesaný, nemotorný, unpolished, neleštěná, neleštěné, nebroušené, neuhlazený
άξεστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
surowy, niezgrabny, niezręczny, nieokrzesany, matowy, unpolished, matowe, niepolerowany, nieoszlifowany
άξεστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fényezetlen, csiszolatlan, matt, táblák
άξεστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cilasız, perdahsız, unpolished, parlatılmamış, cilalanmamış
άξεστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грубуватий, необтесаний, неотесаний, незграбний, невідполірований
άξεστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
unpolished, I pa polizuar, pa polizuar, polizuar, pllaka
άξεστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неполиран, неполирана, неизискан, неполирано, недодяланата
άξεστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неотполированный
άξεστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tahumatu, viimistlemata, poleerimata, lihvimata, lakkimata, lihvimatu
άξεστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neuglađen, neuglačan
άξεστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unpolished
άξεστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepoliruotas, nenupoliruotų, nepoliruoti, Matowy, Negluds
άξεστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
negluds, nepulētas, neslīpēts
άξεστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неполиран, несофистицирани
άξεστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neșlefuit, neslefuit, mate, nelustruit, nelustruită
άξεστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
unpolished, nepološčenih, nepolirani, so nepolirani
άξεστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neotesaný, hrubý, unpolished