Λέξη: λάστιχο

Σχετικές λέξεις: λάστιχο

λάστιχο αντίστασης, λάστιχο ποτίσματος, λάστιχο νερού, λάστιχο ενδυνάμωσης, λάστιχο ψυγείου, λάστιχο βεράντας, λάστιχο σπόντας, λάστιχο στα αγγλικά, λάστιχο κήπου, λάστιχο μόλυβδο και θείο

Συνώνυμα: λάστιχο

γύρος τροχού, περίζωμα, τυρός, λάστιχο αυτοκίνητου, ρόδα, καουτσούκ, ελαστικό κόμμι, γομολάστιχα, τρίπτης, τρίβων

Μεταφράσεις: λάστιχο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tyre, rubber, tire, hose, elastic, gasket
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
neumático, caucho, goma, de goma, de caucho, caucho de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pneu, reifen, Gummi, Kautschuk
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pneu, pneumatique, caoutchouc, en caoutchouc, le caoutchouc, de caoutchouc, du caoutchouc
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gomma, di gomma, in gomma, caucciù, della gomma
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pneumático, dactilógrafo, borracha, de borracha, borracha de, da borracha
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luchtband, pneumatiek, band, rubber, rubberen, van rubber
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фурма, автопокрышка, муляж, покрышка, шина, резина, резины, каучук, резиновые, резиновый
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dekk, gummi, av gummi, belegg
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gummi, gummit, av gummi
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päällyskumi, pyöränkumi, rengas, ulkorengas, kumi, kumia, kumin, kumi-, kumista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gummi, af gummi, gummi-, rubber
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pneumatika, pryž, guma, kaučuk, gumy, pryžové
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opona, obręcz, guma, kauczuk, gumowy, kauczukowy, gumy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gumiabroncs, kerékabroncs, gumi, gumiból, kaucsuk, gumit, gumival
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kauçuk, lastik, rubber, plastik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
муляж, шина, гума, Резина, Гуми
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gomë, gome, gomës, Rubber, e gomës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шина, каучук, гума, гумен, гумена, гумени
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гума
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tüüris, rehv, kummi, kummi-, kumm, kummist, kautšuk
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
guma, gume, gumeni, gumene, gumena
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gúmmí, Rubber, gúmmíi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
guma, gumos, guminiai, kaučiukas, guminis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
riepa, gumija, kaučuks, gumijas, Rubber, kaučuka
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гума, гумена, гумени, гумен, гумените
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cauciuc, de cauciuc, din cauciuc, cauciucului, gumăsf
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gume, guma, kavčuk, gumijasti, gumijasta
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
guma, pneumatika, polyuretan, pryž, gumu, kaučuk

Στατιστικά δημοτικότητας: λάστιχο

Τυχαίες λέξεις