Beginsel στα ελληνικά

Μετάφραση: beginsel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάρτημα, στοιχείο, αποφασίζω, βασιλεύω, συντελεστής, συστατικός, κανόνας, αρχή, παράγοντας, ιθύνω, αρχής, αρχήν, αρχή της, καταρχήν
Beginsel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beginnend στα ελληνικά - υφιστάμενος, νέος, μικρότερος, μελλοντικός, μικρός, εκκίνηση, ξεκινώντας, ...
  • beginner στα ελληνικά - ατζαμής, μυώ, αρχάριος, ξεκινώ, εγκαινιάζω, Ανεπαρκής, αρχάριο, ...
  • begoochelen στα ελληνικά - εξαπατώ, πλανώ, ξεγελώ, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις
  • begoocheling στα ελληνικά - τρικ, μαγικός, μαγεία, παραίσθηση, ξεγελώ, κόλπο, αυταπάτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Beginsel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάρτημα, στοιχείο, αποφασίζω, βασιλεύω, συντελεστής, συστατικός, κανόνας, αρχή, παράγοντας, ιθύνω, αρχής, αρχήν, αρχή της, καταρχήν