Λέξη: απλώνομαι
Σχετικές λέξεις: απλώνομαι
πλενομαι αόριστος, απλώνομαι συνώνυμα, αναλώνομαι συνώνυμο, απλώνομαι κλίση
Μεταφράσεις: απλώνομαι
απλώνομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sprawl, spreads, Spread, simple, unfolds, It spreads
απλώνομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
yacer, Los diferenciales, Spreads, Untar, Los spreads, Para Untar
απλώνομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Aufstriche, Brotaufstriche, Spreads, Die Spreads
απλώνομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étendre, détirer, s'étaler, dilater, distendre, élargir, spreads, Les spreads, écarts, à tartiner, tartinables
απλώνομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spread, Spreads, Gli spread, degli spread, da spalmare
απλώνομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Spreads, Os spreads, spreads de, se espalha, Pastas para barrar
απλώνομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spreads, smeersels, De spreads, verspreidt, boterhampasta
απλώνομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разлечься, разметаться, растягивать, растягиваться, растянуться, растянуть, спреды, Спрэды, Распространения, Spreads, Спред
απλώνομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spreads, sprer, sprer seg, marginer, marginene
απλώνομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spreads, Sprider, spread, Smörgåspålägg, spreadarna
απλώνομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rehottaa, retkottaa, ojennella, levitteet, aukeamat, valmistetut levitteet, levitteitä, levitteiden
απλώνομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spreads, Smørepålæg, Smørepålæg med, opslag, spændene
απλώνομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
roztahovat, Spready, Pomazánky, Rozpětí, pomazánky na, Rozpěrače
απλώνομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozleźć, rozciągać, leżeć, babrać, wyciągać, rozwalanie, rozprzestrzeniać, rozrost, rozwalić, rozwalenie, rozwalać, spready, smarowania, spreadów, do smarowania, rozprzestrzenia
απλώνομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terpeszkedés, spreadek, spread, szpredek, Oldalpárok
απλώνομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Spreadler, Formalar, Farkları, spreadleri, Spread'ler
απλώνομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розтягнути, розтягати, розтягнутися, розтягатися, Спреди, розвороти
απλώνομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përhapet, spread, Diferencat, të përhapet, dallimet e
απλώνομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Спред, Спредовете, спредове, Пасти за намазване
απλώνομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спрэды
απλώνομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lösutama, levib, spreedid, võided, hinnavahed, hinnavahede
απλώνομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pasti, opružiti, namazi, spreadovi, Spreads, namaza, se širi
απλώνομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vaxtaálag, Verðbil kaup- og sölutilboða, Skuldatryggingarálag íslensku bankanna, spread, hefur álag
απλώνομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užtepai, pastos, Tepiniai, Tepiniai su, Palūkanų normų skirtumai
απλώνομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spreads, smērējami produkti, likmju starpības, ziežami, spredi
απλώνομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
распони, се шири, шири, маржи, маргини
απλώνομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Spread-, Spread, Spreaduri, Pastă pentru tartine
απλώνομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
namazi, razponi, razmiki
απλώνομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spready, Marže, Marže na, spreadmi, spreadov
Τυχαίες λέξεις