Λέξη: φυτεία
Σχετικές λέξεις: φυτεία
φυτεία με δενδρύλλια κάνναβης στο άλσος φιλοθέης, φυτεία αλόης, φυτεία τρούφας, φυτεία αρακά, φυτεία καφέ, φυτεία μουριάς, φυτεία με 107 δενδρύλλια κάνναβης στην αρκαδία, φυτεία ρίγανης, φυτεία με χασισόδεντρα στη... φιλοθέη, φυτεία ημαθίας
Συνώνυμα: φυτεία
ράντσο, μέγα κτηνοτροφικόν κτήμα, κτηνοτροφικό αγρόκτημα
Μεταφράσεις: φυτεία
φυτεία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plantation, the plantation, plantations, orchard, a plantation
φυτεία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
plantación, plantaciones, plantación de, la plantación, las plantaciones
φυτεία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pflanzung, plantage, Plantage, Pflanzung, Plantagen
φυτεία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plantation, verger, plantations, plantation de, la plantation, de plantation
φυτεία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
piantagione, piantagione di, piantagioni, plantation, piantagioni di
φυτεία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
planta, plantar, plantação, plantio, plantação de, plantation, fazenda
φυτεία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwekerij, plantage, aanplanting, plantation, aanplanting van, plantages
φυτεία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насаждение, плантатор, плантация, лесонасаждение, внедрение, ракитник, плантации, Plantation, плантаций
φυτεία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plantasjen, plantasje, Plantation, plantasjens
φυτεία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plantage, Plantation, plantagen, plantering
φυτεία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
istutus, plantaasi, Plantation, viljelyyn, istutusten
φυτεία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plantage, Plantation, plantagen, beplantning, plantager
φυτεία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plantáž, plantáže, pěstěném, výsadba, plantáží
φυτεία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plantacja, plantacji, plantation, plantacje, plantację
φυτεία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyarmat, ültetvény, Plantation, ültetvények, ültetvényt, ültetvényen
φυτεία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fidanlık, plantasyon, ağaçlandırma, saç ekimi, ekim
φυτεία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
попелиця, плантація, плантацію, Плантаціп, плантация, плантації
φυτεία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plantacion, ngulim, mbjellja, Plantacioni, plantacion me
φυτεία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плантация, насаждения, насажденията, насаждение, плантации
φυτεία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плантацыя, плантація, плантацыі, плантацыю
φυτεία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
istandus, Plantation, istanduse, istandiku, istanduste
φυτεία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nasad, zasađivanje, plantaža, sađenje, sad, Plantation, plantaže, Plantažni, nasada
φυτεία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Plantation, plantekruhagfræði, plantekru, plantekra, plantekrustarfsemi
φυτεία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plantacija, Plantation, plantacijų, plantacijos, želdinių
φυτεία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plantācija, stādījums, stādījumi, plantāciju, plantācijas
φυτεία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плантажа, плантажи, насади, насад, плантажата
φυτεία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plantaţie, livadă, plantație, plantatie, plantații, plantație de, plantare
φυτεία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plantáž, nasad, nasada, plantažni, plantaže, plantaža
φυτεία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plantáž, plantáží, plantáže