Bekostigen στα ελληνικά

Μετάφραση: bekostigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
Bekostigen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bekoren στα ελληνικά - τραβώ, προσελκύω, σαγηνεύω, ζωγραφίζω, επισύρω, δελεάζω, έλκω, ...
  • bekorten στα ελληνικά - συντομεύω, κονταίνω, μικραίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, ...
  • bekrachtigen στα ελληνικά - διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, κύρωση, βεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, ...
  • bekrompen στα ελληνικά - στενός, στενόμυαλη, στενόμυαλο, μισαλλόδοξης
Τυχαίες λέξεις
Bekostigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance