Λέξη: πολίτης

Σχετικές λέξεις: πολίτης

πολίτης χ, πολίτης αλεξάνδρεια, πολίτης χίος, πολίτης χρήστος, πολίτης της μαγνησίας, πολίτης εφημερίδα χίος, πολίτης κέιν, πολίτης φ, πολίτης εφημερίδα, πολίτης γυναικολόγος

Συνώνυμα: πολίτης

υπήκοος, κάτοικος, ιδιώτης

Μεταφράσεις: πολίτης

πολίτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
citizen, civilian, citizens, citizen of, a citizen

πολίτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ciudadano, ciudadana, ciudadanos, los ciudadanos, ciudadano de

πολίτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bürger, staatsbürger, staatsangehörige, Bürger, Staatsbürger, Bürgers

πολίτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
citoyen, citoyens, citoyenne, ressortissant, citoyen de

πολίτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cittadino, cittadini, dei cittadini, cittadina, i cittadini

πολίτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cidadão, cidadãos, cidadã, dos cidadãos, do cidadão

πολίτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staatsburger, burger, burgers, burger van

πολίτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горожанка, жилец, обыватель, горожанин, гражданин, подданная, штатский, житель, гражданка, обитатель, гражданином, гражданина, гражданину

πολίτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
borger, innbygger, statsborger, kvinne

πολίτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medborgare, medborgarna, medborgaren, medborgar

πολίτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asukas, kansalainen, kaupunkilainen, kansalaisen, kansalaisten, kansalaisia, kansalaisella

πολίτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
borger, statsborger, borgerne, borgere, borgeren

πολίτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
občan, občanem, občana, občané, občanů

πολίτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obywatel, mieszkaniec, obywatelem, obywatela, obywateli, obywatelstwo

πολίτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állampolgár, polgár, polgárnak, állampolgári, polgára

πολίτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vatandaş, vatandaşı, yurttaş, vatandaşın, bir vatandaş

πολίτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
громадянка, мешканець, городянин, городянка, громадянин, громадянина

πολίτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qytetar, shtetas, qytetari, qytetar i, shtetasi

πολίτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гражданин, гражданин на, гражданите, граждани

πολίτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грамадзянін

πολίτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kodanik, kodaniku, kodanike, kodanikul, kodanikule

πολίτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
državljanin, varošanin, građanin, podanik, žitelj, građana, građanina, državljanina

πολίτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ríkisborgari, borgari, borgara, ríkisborgara

πολίτης στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
civis

πολίτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pilietis, piliečiai, piliečiui, piliečių

πολίτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pilsētnieks, pilsonis, pilsonim, pilsoni, iedzīvotājs

πολίτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
граѓанин, граѓанинот, граѓаните, државјанин, граѓани

πολίτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cetățean, cetatean, cetățenilor, cetățean al, cetățeanului

πολίτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
občan, občanka, državljan, državljana, državljanu, državljanka

πολίτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mešťan, občan, príslušník, občania, občana, občanom

Στατιστικά δημοτικότητας: πολίτης

Τυχαίες λέξεις