Borst στα ελληνικά

Μετάφραση: borst, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στήθος, νεαρός, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
Borst στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • borrel στα ελληνικά - γόμφος, τσιμπώ, ποτό, το ποτό, ποτών, ποτά, ποτού
  • borrelen στα ελληνικά - παφλάζω, φουσκάλα, φούσκα, βράζω, φυσαλλίδα, φυσαλίδα, φυσαλίδων, ...
  • borstel στα ελληνικά - πινέλο, βούρτσα, βουρτσίζω, σκούπα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
  • borstelen στα ελληνικά - βουρτσίζω, βούρτσα, πινέλο, σκούπα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Τυχαίες λέξεις
Borst στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στήθος, νεαρός, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό