Λέξη: βρίσκομαι
Σχετικές λέξεις: βρίσκομαι
βρίσκομαι στην εντατική, βρίσκομαι κλίση, βρίσκομαι βρίσκεσαι, που βρίσκομαι, βρίσκομαι αγγλικά, βρίσκομαι conjugation, βρίσκομαι στην εντατική στίχοι, βρίσκομαι συνώνυμα, βρίσκομαι σε αδιέξοδο, βρίσκομαι αόριστος
Συνώνυμα: βρίσκομαι
υποδεικνύω, επισημαίνω
Μεταφράσεις: βρίσκομαι
βρίσκομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
be, am, I am, am I, find myself
βρίσκομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
existir, encontrarse, vivir, estar, ser, soy, estoy, am
βρίσκομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leben, bestehen, werden, kosten, verhalten, sein, existieren, bin, am, ich, mich
βρίσκομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
posséder, sa, soit, soyez, soient, sois, vivre, subsister, exister, avoir, être, suis, am, je suis, ne suis
βρίσκομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esistere, essere, vivere, stare, campare, dimorare, am, sono
βρίσκομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viver, ser, ficar, estar, existir, haver, sou, am, estou, tenho, me
βρίσκομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verkeren, leven, bestaan, zijn, ben, am, ben er, ik, heb
βρίσκομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насыпаться, осложниться, окупаться, переосвидетельствоваться, иронизировать, отложиться, затягиваться, воодушевиться, осуществиться, запоздать, разориться, смущаться, пожадничать, бывать, обжаривать, переполниться, я, являюсь, нахожусь, ам
βρίσκομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
være, leve, eksistere, er, am, jeg
βρίσκομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
leva, bli, existera, finnas, vara, är, am, jag, gläder, mig
βρίσκομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elää, vastata, beryllium, olla, jaksaa, elellä, ole, olla olemassa, am, olen
βρίσκομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
findes, eksistere, være, er, am, glæder, mig
βρίσκομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mít, žít, existovat, am, jsem, já, mě
βρίσκομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wynosić, istnieć, należeć, zostać, miewać, zaistnieć, nastąpić, żyć, mieć, czuć, przysługiwać, następować, am, jestem, mnie
βρίσκομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
am, vagyok, vagyok az
βρίσκομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
olmak, yaşamak, duyuyorum, ben, değilim, olduğumu, benim
βρίσκομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нагоду, спроможність, наступити, побувати, встати, Я
βρίσκομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jetoj, shtrihet, gjendem, jam, jam i, kam
βρίσκομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съм, берилий, аз
βρίσκομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Я
βρίσκομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
olema, olen, kodu, oled, am, hea
βρίσκομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postojati, biti, budi, sam, am, ja, me, jesam
βρίσκομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vera, liggja, am, er, ég, hef
βρίσκομαι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exsisto
βρίσκομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
berilis, būti, egzistuoti, gyventi, esu, am
βρίσκομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eksistēt, berilijs, dzīvot, būt, am, esmu, es
βρίσκομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
берилиум, сум, ми
βρίσκομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fi, am, sunt, sînt
βρίσκομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
biti, am, me, sem, jaz
βρίσκομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
buď, existovať, by, am, PM, Pozmeňujúci