Λέξη: βρίθω

Σχετικές λέξεις: βρίθω

βρίθω ορισμός, βρίθω συνώνυμα, βρίθω από

Συνώνυμα: βρίθω

υπάρχω εν αφθονία, αφθονώ, θρίβω

Μεταφράσεις: βρίθω

βρίθω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
teem, abound, abound in

βρίθω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abundar, abundan, abunde, abundará, abundarán

βρίθω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reichlich, wimmeln, strotzen, Fluss, Überfluss

βρίθω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
foisonner, surabonder, abonder, abondent, abonde, manquent pas, en abondance

βρίθω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbondare, abbondano, abbondi, abbondiate, abbonderanno

βρίθω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abundar, abundam, são abundantes, abundantes, abound

βρίθω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rijk zijn, overvloedig zijn, overvloed, in overvloed, overvloedig

βρίθω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изобиловать, опорожнять, разливать, родить, кишеть, изобилуют, множество, предостаточно, изобилии

βρίθω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
florerer, abound, overflod, i overflod

βρίθω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överflöd, i överflöd, finns i överflöd, vimlar, abound

βρίθω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuhista, vilistä, runsaasti, on runsaasti, abound, tulvillaan, ylenpalttisesti

βρίθω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bugne, vrimler, findes i overflod, overflod, vrimler med

βρίθω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oplývat, přetékají, oplývají, hemží, není nouze

βρίθω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
roić, obfitować, obfitują, mnożą, obfitujących, abound

βρίθω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bővelkedik, bővelkednek, bőven, számosak, hemzsegnek

βρίθω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boldur, bol, abound

βρίθω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розливати, родити, кишіти, спорожняти, буяти, рясніти, ряснітиме, збіжжя, ряснітимуть

βρίθω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ka me bollëk, bollëk, me bollëk, të shumtë, mbushulli

βρίθω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изобилстват, преуспявате, изобилства, изобилно, преумножава

βρίθω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мець шмат, багатыя

βρίθω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tühjendama, kihama, külluses olema, külluses, rohkesti, on rohkesti, küllaga

βρίθω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rađati, obilovati, obiluju, obiluje, izobilujete, obilate

βρίθω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
miklu mæli, í miklu mæli, magnast, auðugir, abound

βρίθω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gausu, pertekę, apstu, pertekliumi, su pertekliumi

βρίθω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Netrūkst, abound, neskaitāmi, ir daudz, pārpilnībā

βρίθω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кружат, обилуваат, изобилуваат, изобилува, изобилство на

βρίθω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
abunda, abundă, belșug, abundã, abunde

βρίθω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pretek, bahajo, na pretek, Obilovati, ne manjka

βρίθω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oplývať, oplývat, hojnosť
Τυχαίες λέξεις