Bronzen στα ελληνικά
Μετάφραση: bronzen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπρούτζος, μπρούντζος, χάλκινο, χάλκινα, μπρούντζο, μπρούτζινο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bron στα ελληνικά - αρχή, έναρξη, πηγή, αναβλύζω, πηγάδι, ρίζα, αναπηδώ, ...
- brons στα ελληνικά - μπρούτζος, ορείχαλκος, ορείχαλκο, ορείχαλκου, ορειχάλκου, από ορείχαλκο
- brood στα ελληνικά - φρατζόλα, ψωμί, ψωμιού, το ψωμί, άρτου, του ψωμιού
- broodje στα ελληνικά - ψωμάκι, κυλώ, κύλινδρος, σάντουιτς, sandwich, τύπου σάντουιτς, σάντουιτς με, ...
Τυχαίες λέξεις
Bronzen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπρούτζος, μπρούντζος, χάλκινο, χάλκινα, μπρούντζο, μπρούτζινο
Μεταφράσεις: μπρούτζος, μπρούντζος, χάλκινο, χάλκινα, μπρούντζο, μπρούτζινο