Λέξη: σφρίγος

Σχετικές λέξεις: σφρίγος

σφρίγος τι σημαινει, σφρίγος συνώνυμα

Συνώνυμα: σφρίγος

λάκτισμα, κλωτσιά, διεγερτικό, ευχαρίστηση, συγκίνηση, σθένος, ενεργητικότητα, ρώμη, δύναμη, ακμαιότητα, τονικότητα, τονικότης, ζωηρότης

Μεταφράσεις: σφρίγος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pep, vigor, sap, vitality, of vigor, vibrancy
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vigor, el vigor, energía, vigor de, de vigor
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elan, pep, schwung, Kraft, Nachdruck, Vitalität, Elan, Energie
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entrain, vigueur, la vigueur, de vigueur, énergie, une vigueur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vigore, il vigore, vigoria, di vigore, vigor
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vigor, o vigor, força, do vigor, vigor de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kracht, energie, groeikracht, vitaliteit, daadkracht
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прыть, бодрость, живость, энергия, сила, Vigor, Вигор, энергичность
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
futt, vigør, vigor, kraft, styrke, handlekraft
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fart, vigör, kraft, styrka, energi, vigor
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhti, elinvoima, tarmokkaasti, elinvoiman, elinvoimaa, ponnekkaasti
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vigør, livskraft, kraft, energi, energisk
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
elán, síla, ráznost, vitalita, důraznost, vigor
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
werwa, animusz, wigor, tężyzna, energia, siła, zamaszystość
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
buzgalom, életerő, erővel, vigor, lendülettel, életerejét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dinçlik, enerji, vigor, canlılığı, canlılık
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бадьорість, енергія
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
energji, Forcë, forca, Vigor, vrull
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жизненост, сила, енергия, енергично, мощ
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
энергія, энэргія
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jõud, jõuliselt, vigor, elujõu, elujõudu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
polet, energija, bodrost, snaga, Vigor, bujnost
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þróttur, Vigor, kraft
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jėga, Vigor, augumas, gyvybingumas, energija
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spars, spēks, sparu, vigor, vitalitāte
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жестина, енергија, полет, енергичност, силата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
energie, vigoare, vigoarea, vigorii, putere, o vigoare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vreva, vigor, bujnost, Vitalnost, silovitost, Energija
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
verva, sila, pevnosť, hrúbka, sily, silu
Τυχαίες λέξεις