Carré στα ελληνικά

Μετάφραση: carré, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τετράγωνο, πλατεία, τετραγωνικών, τετραγωνικά, τετραγωνικό
Carré στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • carrosserie στα ελληνικά - σώμα, αμάξωμα, αμαξώματος, του αμαξώματος, το αμάξωμα, αμαξωμάτων
  • carrousel στα ελληνικά - καρουσέλ, καρουζέλ, carousel, κυκλοφερές, κυκλοφερούς
  • casco στα ελληνικά - κέλυφος, σκάφος, κύτους, κύτος, γάστρας
  • casino στα ελληνικά - καζίνο, Casino, χαρτοπαικτική λέσχη, χαρτοπαικτικών λεσχών, του καζίνο
Τυχαίες λέξεις
Carré στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τετράγωνο, πλατεία, τετραγωνικών, τετραγωνικά, τετραγωνικό