Λέξη: γκρινιάρης
Σχετικές λέξεις: γκρινιάρης
γκρινιάρης ρόδος, γκρινιάρης παιχνίδι, γκρινιάρης στρουμφάκι, γκρινιάρης στα αγγλικά, γκρινιάρης παιχνίδι online, γκρινιάρης game, γκρινιάρης στρουμφάκια, γκρινιάρης επιτραπέζιο στα αγγλικά, γκρινιάρης επιτραπέζιο, γκρινιάρης νάνος
Συνώνυμα: γκρινιάρης
φιλοκατήγορος
Μεταφράσεις: γκρινιάρης
γκρινιάρης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
querulous, grumpy, grouch, growler, fussy, grouchy, snarling
γκρινιάρης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gruñón, growler, gruñidor, el gruñidor, el gruñidor de, el gruñidor de la
γκρινιάρης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kauzig, verdrossen, quengelig, Brummstimme, Growler, Brummbär, prüfspule, Brumm
γκρινιάρης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grognon, bourru, batailleur, acariâtre, brouillon, ronchonneur*, maussade, ronchonneur, bougon, grondeur, querelleur, hargneux, bougonner, grincheux, Growler, Grognard, bourguignon, grogneur
γκρινιάρης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
brontolone, Growler, rivelatore di cortocircuiti, ruggente, di Growler
γκρινιάρης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resmungão, growler, rosnador, do rosnador, Rosnador de
γκρινιάρης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huurrijtuig, brompot, Ijsschots, Growler, brombeer
γκρινιάρης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недовольство, ворчать, брюзга, ворчливый, жалующийся, злюка, раздражительный, брюзгливый, сварливый, брюзжать, сердитый, ворчун, Growler
γκρινιάρης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
growler, brumlebasse, brummer
γκρινιάρης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
growler
γκρινιάρης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiukkuinen, juro, growler
γκρινιάρης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
growler, brumbasse
γκρινιάρης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bručoun, hádavý, mrzout, hašteřivý, nevrlý, mrzutý, brblat, Growler
γκρινιάρης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłótliwy, zrzędzić, marudny, gderliwy, gderać, zrzęda, zrzędliwy, zrzędny, gderanie, malkontent, mruk, kufel, Growler
γκρινιάρης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
panaszkodó, morgó
γκρινιάρης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
buzul, Growler, homurdanan, homurdanan kimse, homurdayan ayı
γκρινιάρης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сердитий, гарчати, буркотун, Ворчун, Буркун, від Ворчун
γκρινιάρης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hungërues, njeri që murmurit
γκρινιάρης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мърморко, кана за наливна бира, файтон
γκρινιάρης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буркун, буркатун, бурклівы, ворчун
γκρινιάρης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
virisev, nurisema, pahur, hädaldav, torisev, tõre, viriseja, growler
γκρινιάρης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mrgodan, mrzovoljan, mala ledena santa, sprava za otkrivanje kratkog spoja
γκρινιάρης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
growler
γκρινιάρης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bambeklis, ąsotis, niurzga, Īgņa, išėjęs iš mados ekipažas
γκρινιάρης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īgņa, rūcošs suns
γκρινιάρης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
growler
γκρινιάρης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
birjă, cârtitor, birjă cu patru roți, aisberg mic, bursuc
γκρινιάρης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
growler
γκρινιάρης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ufňukaný, mrzutý, nevrlý, reptavý, priadka, bručoun
Τυχαίες λέξεις