Λέξη: γκόμενος
Σχετικές λέξεις: γκόμενος
γκόμενος ουρανίας μιχαλολιάκου, γκόμενος ετυμολογία
Συνώνυμα: γκόμενος
γκόμενα
Μεταφράσεις: γκόμενος
γκόμενος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boyfriend
γκόμενος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amigo, novio, novio de, del novio, el novio
γκόμενος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freund, Freund, einen Freund, Freundes, Freundfreundinehemann-, boyfriend
γκόμενος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
camarade, ami, copain, petit ami, boyfriend, chum
γκόμενος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ragazzo, fidanzato, boyfriend, compagno, il fidanzato
γκόμενος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
namorado, noivo, boyfriend, noivo de, o namorado
γκόμενος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vriendje, vriend, vriendmeisje, vriendmeisje van, de vriendmeisje
γκόμενος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возлюбленный, дружок, парень, друг, бойфренд, парнем
γκόμενος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjæreste, kjæresten, kjæresten min, min kjæreste
γκόμενος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pojkvän, pojkvännen, boyfriend
γκόμενος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heila, poikaystävä, poikaystävänsä, boyfriend, poikaystäväni, poikaystäväsi
γκόμενος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kæreste, kćreste, kæresten
γκόμενος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kamarád, přítel, kluk, přítele, přítelem
γκόμενος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyjaciel, sympatia, chłopiec, kolega, chłopak, chłopaka, chłopakiem, boyfriend
γκόμενος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
barát, barátja, barátom, barátjával, barátod
γκόμενος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
erkek arkadaş, erkek arkadaşım, erkek arkadaşı, Arkadaşım, boyfriend
γκόμενος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дружок, друже, друзяко
γκόμενος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mik, dashurin, të dashurin, dashurin e, të dashurin e
γκόμενος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гадже, приятеля, гаджето, приятелят, приятел
γκόμενος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сябрук, дружок, дружа, даражэнькі, дарагі
γκόμενος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poiss-sõber, kavaler, poiss, poissõbraga, boyfriend
γκόμενος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prijatelj, mladić, dragi, dečko, dečka, momak, dečkom, je dečko
γκόμενος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kærastinn, kærasti, kærasta, að kærastinn
γκόμενος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
draugas, vaikinas, draugu, vaikinu, boyfriend
γκόμενος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
draugs, draugu, puisis, boyfriend
γκόμενος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
момче, дечко, дечкото, момчето
γκόμενος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prieten, prietenul, iubit, iubitul, prietenului
γκόμενος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fant, boyfriend, fanta, fantom, fant je
γκόμενος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
milý, priateľ, priatel