Concreet στα ελληνικά
Μετάφραση: concreet, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκεκριμένος, μπετό, μπετόν, σκυρόδεμα, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, συγκεκριμένων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- conclusie στα ελληνικά - λήξη, συμπέρασμα, αποφασιστικότητα, τέλος, απόφαση, επαγωγή, σύναψη, ...
- concours στα ελληνικά - διαγωνισμός, εξέταση, συναγωνισμός, αντιπαράθεση, διεργασία, ελέγχω, ανταγωνισμός, ...
- concurrent στα ελληνικά - αντίπαλος, διαγωνιζόμενος, συναγωνισμός, παραβγαίνω, διαγωνισμός, αντίζηλος, ανταγωνιστής, ...
- concurrentie στα ελληνικά - αντιπαράθεση, διαγωνισμός, συναγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Concreet στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκεκριμένος, μπετό, μπετόν, σκυρόδεμα, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, συγκεκριμένων
Μεταφράσεις: συγκεκριμένος, μπετό, μπετόν, σκυρόδεμα, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, συγκεκριμένων