Μπετόν στα ολλανδικά
Μετάφραση: μπετόν, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
concreet, beton, betonnen, Concrete, Betonwaren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπετόν
μπετόν καθαριοτητας, μπετόν σταμπωτό, μπετόν αναλογία, μπετόν αγγέλου, μπετόν ποιότητας c12-15, μπετόν λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπετόν στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μπερμπάντης στα ολλανδικά - ploert, boef, rotzak, schavuit, schoelje, schurk, schelm, ...
- μπετό στα ολλανδικά - beton, cement, concreet, betonnen, van beton
- μπηχτή στα ολλανδικά - bichti
- μπιζέλι στα ολλανδικά - erwt, pea, erwten, voedererwten
Τυχαίες λέξεις
Μπετόν στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: concreet, beton, betonnen, Concrete, Betonwaren
Μεταφράσεις: concreet, beton, betonnen, Concrete, Betonwaren