Σκυρόδεμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκυρόδεμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
concreet, beton, betonnen, van beton
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκυρόδεμα
σκυρόδεμα β160, σκυρόδεμα c20 25, σκυρόδεμα c20/25, σκυρόδεμα τιμές, σκυρόδεμα αναλογίες υλικών, σκυρόδεμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκυρόδεμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκυθρωπός στα ολλανδικά - zuur, bars, stuurs, akelig, honds, onaardig, nurks, ...
- σκυλίσιος στα ολλανδικά - hoektand, honds, honden, hond, canine
- σκυτάλη στα ολλανδικά - stok, staf, wapenstok, dirigeerstok, stokje, baton
- σκυταλοδρομία στα ολλανδικά - estafette, estafetteloop, relaisras, estafettewedstrijd, estafetterace
Τυχαίες λέξεις
Σκυρόδεμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: concreet, beton, betonnen, van beton
Μεταφράσεις: concreet, beton, betonnen, van beton