Constant στα ελληνικά
Μετάφραση: constant, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθερός, μόνιμος, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκείας, συνεχώς, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- consonant στα ελληνικά - σύμφωνο, σύμφωνη, συνάδει, συμφώνου, σύμφωνες
- consortium στα ελληνικά - λιμνούλα, πισίνα, κονσόρτσιουμ, κοινοπραξία, κοινοπραξίας, της κοινοπραξίας
- constateren στα ελληνικά - διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί
- constellatie στα ελληνικά - κατάσταση, πάθηση, θέση, αστερισμός, αστερισμό, αστερισμού, αστερισμό του, ...
Τυχαίες λέξεις
Constant στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθερός, μόνιμος, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκείας, συνεχώς, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Μεταφράσεις: σταθερός, μόνιμος, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκείας, συνεχώς, διαρκής, σταθερή, σταθερά