Λέξη: δεκανέας

Σχετικές λέξεις: δεκανέας

έφεδροσ δεκανέασ, δεκανέας μεταφραση, δεκανέασ αλλαγήσ, δεκανέας βικι, δεκανέας english, δεκανέας οβα, δεκανέας ετών 12 ο νεαρότερος έλληνας υπαξιωματικός, δεκανέας στα αγγλικά

Συνώνυμα: δεκανέας

δεκανεύς, δίοπος

Μεταφράσεις: δεκανέας

δεκανέας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
corporal

δεκανέας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corporal, cabo, corpóreo, corporales, físico

δεκανέας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
korporal, körperlich, unteroffizier, Unteroffizier, Korporal, körperliche

δεκανέας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
matériel, corporel, physique, charnel, caporal, cabot, corporels, Caporal, le caporal, corporelle

δεκανέας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
materiale, corporeo, corporale, caporale, corporali, corporea

δεκανέας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabo, corporal, corporais, físico, corpórea

δεκανέας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stoffelijk, korporaal, lichamelijke, Corporal, corporale, lichamelijk

δεκανέας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
антиминс, капрал, ефрейтор, телесный, унтер-офицер, сержант, телесные, телесных, телесное, капрала

δεκανέας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
legemlig, korporal, korporlig, fysisk, kroppslig, korporalen

δεκανέας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kroppslig, kropps, korpral, kropp, korpralen

δεκανέας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruumiillinen, korpraali, alikersantti, ruumiillisen, ruumiillista

δεκανέας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
korporlig, korporal, fysisk, korporlige, korporalen

δεκανέας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
desátník, kaprál, tělesný, desátníku, desátníka

δεκανέας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kara, kapral, korporał, cielesny, corporal, kaprala, cielesne

δεκανέας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
káplár, testi, tizedes, a testi, tizedest

δεκανέας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
onbaşı, fiziksel, bedensel, korporal, corporal

δεκανέας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тілесний, капрал, капрале, капрала

δεκανέας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trupor, fizik, trupore, tetar, fizik u

δεκανέας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ефрейтор, телесното, капрал, Corporal, на ефрейтор

δεκανέας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капрал, капрала

δεκανέας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kehaline, kapral, kehalise, kehalist, kehalisest

δεκανέας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kaplar, fizički, vodnik, tjelesni, desetar, tjelesno, je tjelesno, desetnik

δεκανέας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Corporal, líkamlegar, líkamlegum

δεκανέας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kūno, fizinės, fizines, fizinė, fizinėmis

δεκανέας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaprālis, miesas

δεκανέας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
телесното, телесно, телесен, телесни, телесна

δεκανέας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
caporal, corporal, corporale, corporală, corporala

δεκανέας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
desetnik, telesno, telesna, desetar, telesnega

δεκανέας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kaprál, desiatnik, desiatnička
Τυχαίες λέξεις