Dak στα ελληνικά
Μετάφραση: dak, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταράτσα, σκεπή, οροφή, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dagvaarden στα ελληνικά - αναφέρω, παραθέτω, κλήτευση, κλήση, κλήτευσης, κλήση που, κλήτευση να εμφανιστεί ενώπιον
- dagvaarding στα ελληνικά - ένταλμα, γραφή, διαταγή, εισαγωγικό δίκης, δικόγραφο
- dakkamertje στα ελληνικά - σοφίτα, πατάρι, σοφίτας, αττικό, στη σοφίτα
- dakplankje στα ελληνικά - βότσαλο, βότσαλα, με βότσαλα, βοτσάλων, ξυλοκεράμων
Τυχαίες λέξεις
Dak στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταράτσα, σκεπή, οροφή, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών
Μεταφράσεις: ταράτσα, σκεπή, οροφή, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών