Σκεπή στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκεπή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dak, overkapping, kap, housetop, dak is, dak bevindt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπή
σκεπή από πάνελ, σκεπή του παρθενώνα, σκεπή πάνελ, σκεπή κόστος, σκεπή συνώνυμα, σκεπή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκεπή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκελετός στα ολλανδικά - bouw, voorbeeld, omlijsten, toonbeeld, vatten, kader, omlijsting, ...
- σκεπάζω στα ολλανδικά - deken, kleden, bekleden, te kleden, kleedt, bekleedt
- σκεπτικισμός στα ολλανδικά - scepticisme, scepsis, sceptisch, het scepticisme, kritische
- σκεπτικιστής στα ολλανδικά - scepticus, sceptisch, sceptische, skeptic, skepticus
Τυχαίες λέξεις
Σκεπή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dak, overkapping, kap, housetop, dak is, dak bevindt
Μεταφράσεις: dak, overkapping, kap, housetop, dak is, dak bevindt