Λέξη: διαγωνίζομαι

Συνώνυμα: διαγωνίζομαι

συναγωνίζομαι

Μεταφράσεις: διαγωνίζομαι

διαγωνίζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compete, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rivalizar, competir, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
messen, konkurrieren, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concourir, concourent, concourez, concurrencer, concourons, rivaliser, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concorrere, gareggiare, competere, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rivalizar, competir, compita, concorrer, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
concurreren, wedijveren, meedingen, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конкурировать, соревноваться, состязаться, тягаться, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konkurrere, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tävla, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyrkiä, kilpailla, kisata, kilvoitella, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konkurrere, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soupeřit, konkurovat, soutěžit, závodit, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rywalizować, współzawodniczyć, konkurować, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diagonizomai

διαγωνίζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yarışmak, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змагатися, змагайтеся, конкурувати, змагатись, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konkuroj, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
diagonizomai

διαγωνίζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
diagonizomai

διαγωνίζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konkureerima, võistlema, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
takmiči, takmičiti, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
keppa, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
varžytis, diagonizomai

διαγωνίζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diagonizomai

διαγωνίζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
diagonizomai

διαγωνίζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diagonizomai

διαγωνίζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diagonizomai

διαγωνίζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
diagonizomai
Τυχαίες λέξεις