Detineren στα ελληνικά
Μετάφραση: detineren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρατώ, καθυστερώ, διατηρώ, κράτηση, κρατούν, κατακρατούν, να κρατούν, δέσμευσή
Μεταφράσεις
- detective στα ελληνικά - ντετέκτιβ, αστυνομικό, αστυνομικών, ντέντεκτιβ, αστυνομικός
- determineren στα ελληνικά - φτιάχνω, υπολογίζω, καθορίζω, αποφασίζω, προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, ...
- deugd στα ελληνικά - προσόν, προτέρημα, φρονιμάδα, αρετή, δυνάμει, λόγω, βάσει, ...
- deugdelijk στα ελληνικά - ισχύων, ουσιαστικός, αξιόλογος, στερεός, δυνατός, συμπαγής, ήχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Detineren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρατώ, καθυστερώ, διατηρώ, κράτηση, κρατούν, κατακρατούν, να κρατούν, δέσμευσή
Μεταφράσεις: κρατώ, καθυστερώ, διατηρώ, κράτηση, κρατούν, κατακρατούν, να κρατούν, δέσμευσή