Λέξη: σόμπα

Σχετικές λέξεις: σόμπα

σόμπα καλοριφέρ, σόμπα pellet, σόμπα αλογόνου, σόμπα ξύλου, σόμπα υγραερίου, σόμπα pellet-νερού χαλκοθερμ, σόμπα χαλαζία, σόμπα ξύλου με μπόιλερ, σόμπα πέλλετ flumenfire, σόμπα πέλλετ, pellet σόμπα, σομπα

Συνώνυμα: σόμπα

κουζίνα, θερμάστρα, στόφα

Μεταφράσεις: σόμπα

σόμπα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
radiator, stove, heater, the stove, tiled stove, Wheatear

σόμπα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
radiador, estufa, cocina, estufa de, la estufa, horno

σόμπα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
radiator, heizkörper, kühlrippe, heizrippe, kühler, Herd, Ofen, Kocher

σόμπα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réfrigérant, radiateur, poêle, cuisinière, fourneau, réchaud, poêle à

σόμπα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
termosifone, radiatore, fornello, stufa, stufa a, piano cottura, fornelli

σόμπα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
radiador, irradiar, radiar, fogão, fogão a, estufa, fogão de, forno

σόμπα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
radiator, fornuis, kachel, gasfornuis, oven, kookplaat

σόμπα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
батарея, калорифер, радиатор, излучатель, плита, печь, печи, печка, плитой

σόμπα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
radiator, komfyr, ovnen, Ja, ovn, komfyren

σόμπα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kylare, radiator, spis, kaminen, kamin, spisen

σόμπα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lämpöpatteri, liesi, hella, uuni, ja hella, takka

σόμπα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
køler, komfur, ovnen, brændeovnen, brændeovn, ovn

σόμπα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
radiátor, chladič, sporák, kamna, vařič, sporákem, kamen

σόμπα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kaloryfer, chłodnica, kuchenka, piec, piecyk, gazowa, drewnem

σόμπα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
radiátor, tűzhely, kályha, tűzhellyel, főzőlap, tűzhelyek

σόμπα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
radyatör, soba, sobası, ocak, fırın, ocakları

σόμπα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випромінюючий, плита

σόμπα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kalorifer, sobë, stufë, sobë me, stufë me, furrë

σόμπα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
радиатор, печка, готварска печка, котлон, печката, плочи

σόμπα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пліта

σόμπα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
radiaator, pliit, pliidi, ahi, plaadiga, ahju

σόμπα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radijator, štednjak, Ploča za, peć, kuhalo, štednjak na

σόμπα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eldavél, eldavélinni

σόμπα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viryklė, krosnis, šildytuvas, krosnelė, krosninis

σόμπα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plīts, krāsns, saglabāta krāsns, plīts ar, gāzes plīts

σόμπα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шпорет, печка, печката, шпоретот, шпорет на

σόμπα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calorifer, radiator, aragaz, sobă, ochiuri, soba, cuptor

σόμπα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
radiátor, štedilnik, Peč, kuhalnimi, peči, kuhalnik

σόμπα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
radiátor, sporák, šporák, rúra

Στατιστικά δημοτικότητας: σόμπα

Τυχαίες λέξεις