Dichtregel στα ελληνικά

Μετάφραση: dichtregel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στίχος, γραμμή, γραμμής, σύμφωνα, line, σειρά
Dichtregel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dichtmaken στα ελληνικά - στηρίγματα, φραγμός, διπλώνω, κοντά, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κολλητός, ...
  • dichtnaaien στα ελληνικά - ραφή, ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει
  • dichtslaan στα ελληνικά - βρόντος, κρότος, βροντώ, γδούπος, χτύπημα, Slam, βρόντο, ...
  • dichtwerk στα ελληνικά - ποίημα, ποιήματος, το ποίημα, ποίημα του, ποίημά
Τυχαίες λέξεις
Dichtregel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στίχος, γραμμή, γραμμής, σύμφωνα, line, σειρά