Λέξη: διευθυντικός
Συνώνυμα: διευθυντικός
διαχειριστικός, τεχνοκρατικός
Μεταφράσεις: διευθυντικός
διευθυντικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
managerial
διευθυντικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
directivo, gerencial, gestión, de gestión, empresarial
διευθυντικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschäftsführend, Führungs-, Führungs, Management, Führungskräfte
διευθυντικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dirigeant, directorial, en gestion, gestion, de gestion, direction, managériale
διευθυντικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
direttivo, manageriale, gestionale, manageriali, dirigente, gestionali
διευθυντικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
administrativo, gerencial, gestão, de gestão, gerenciais
διευθυντικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leidinggevende, leidinggevend, bestuurlijke, management, managers
διευθυντικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
организаторский, организационный, управленческий, административный, директорский, управленческих, управленческого, управленческой, управленческие
διευθυντικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ledelses, ledelsesmessige, leder, styrings
διευθυντικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chefs, ledande, lednings, ledning, förvaltnings
διευθυντικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liikkeenjohdollinen, johto-, johtamis-, johdon, johto, johtotehtävissä
διευθυντικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ledelsesmæssige, ledende, ledelsesmæssig, ledelses-, le-
διευθυντικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řídící, ředitelský, manažerské, manažerská, manažerský, manažerských
διευθυντικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyrektorski, menedżerski, kierowniczy, kierowniczych, kierownicze, kierownicza, menedżerskich
διευθυντικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vezetői, irányítási, vezetési, vezető, menedzseri
διευθυντικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yönetimsel, idari, yönetim, yönetsel, yönetici
διευθυντικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
завідуючий, начальник, управлінський
διευθυντικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
drejtues, menaxheriale, menaxherial, drejtuese, menaxhuese
διευθυντικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
управителен, управленски, управленска, ръководна, управленско
διευθυντικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіраўнічы, кіроўчы, кіраўніцкі
διευθυντικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhtimis-, juhtimis, juhtival, juhtimisoskust
διευθυντικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
voditeljski, menadžerska, upraviteljski, upravni, menadžerski, menadžerskih, upravno
διευθυντικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stjórnunarstörfum, stjórnunar, stjórnenda, stjórnunarstörf, stjórnunar-
διευθυντικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valdymo, vadybos, vadovavimo, vadybinė, vadybinių
διευθυντικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vadības, pārvaldē, vadīšanas, organizatoriskā
διευθυντικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
менаџерски, раководни, раководните, раководно, менаџерската
διευθυντικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de conducere, manageriale, managerială, managerial, conducere
διευθυντικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vodstveni, vodstveno, vodstvena, vodstvenih, vodstvene
διευθυντικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
manažérske, manažérskej, riadiace, správcovskej, riadiacej