Disputeren στα ελληνικά

Μετάφραση: disputeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεκδικώ, διένεξη, διαφωνία, διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν
Disputeren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dispersie στα ελληνικά - διασπορά, διασποράς, διασκορπισμού, διασκορπισμός, εναιώρημα
  • disponibel στα ελληνικά - διαθέσιμος, Disponibel
  • dispuut στα ελληνικά - διεκδικώ, καβγάς, καυγαδίζω, διαπληκτίζομαι, διαφωνία, καυγάς, διαφορά, ...
  • dissertatie στα ελληνικά - δοκίμια, δοκίμιο, έκθεση, διατριβή, εργασία, διατριβής, θέση, ...
Τυχαίες λέξεις
Disputeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεκδικώ, διένεξη, διαφωνία, διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν