Λέξη: διωγμός
Σχετικές λέξεις: διωγμός
διωγμός εβραίων από ισπανία, διωγμόσ 1964, διωγμός 1914, διωγμός ποντίων, διωγμός ελλήνων από κωνσταντινούπολη, διωγμός των εβραίων από την ιερά εξέταση της ισπανίας, διωγμός διοκλητιανού, διωγμός εβραίων θεσσαλονίκης, διωγμός του νέρωνα, διωγμός δεκίου
Συνώνυμα: διωγμός
καταδίωξη
Μεταφράσεις: διωγμός
διωγμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
persecution, pogrom, persecution of, persecution is
διωγμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
persecución, la persecución, persecuciones, persecución a, de persecución
διωγμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verfolgung, Verfolgung, Verfolgungs, Verfolgungen, Verfolgung zu
διωγμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
poursuite, persécution, la persécution, persécutions, de persécution, les persécutions
διωγμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
persecuzione, persecuzioni, la persecuzione, le persecuzioni, di persecuzione
διωγμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perseguição, perseguições, a perseguição, da perseguição, de perseguição
διωγμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achtervolging, vervolging, de vervolging, vervolgingen, vervolgd, voor vervolging
διωγμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преследование, травля, надоедание, гонение, преследования, гонения, преследований
διωγμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfølgelse, forfølgelsen, forfølgelses, forfulgt, forfølgelser
διωγμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förföljelse, förföljelsen, förföljelser, förföljelserna
διωγμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaino, vainon, vainoa, vainosta, vainoaminen
διωγμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfølgelse, forfølgelsen, forfølgelser, forfulgt
διωγμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
perzekuce, pronásledování, perzekuci, pronásledováním
διωγμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prześladowanie, prześladowania, prześladowań, prześladowaniem, prześladowaniom
διωγμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üldöztetés, üldözés, üldözést, üldöztetést, üldöztetésnek
διωγμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zulüm, zulmün, zulmü, bir zulüm
διωγμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переслідування, гоніння
διωγμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
persekutim, persekutimi, përndjekja, persekutimin, përndjekje
διωγμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преследване, преследването, гонение, преследвания
διωγμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераслед, перасьлед, праследаванне
διωγμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagakiusamine, tagakiusamise, tagakiusamist, tagakiusamisest, tagakiusamise eest
διωγμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gonjenje, progonima, proganjanje, progon, progonstvo, progoni, progona
διωγμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ofsóknir, ofsókn, ofsóknum
διωγμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
persekiojimas, persekiojimo, persekiojimą, persekiojimai, persekiojimui
διωγμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vajāšana, vajāšanas, vajāšanu, vajāšanai
διωγμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прогон, гонење, прогонство, прогонување, прогонот
διωγμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
persecuție, persecuției, persecuția, persecuții, persecutie
διωγμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preganjanje, preganjanju, preganjanja, preganjanjem, pregon
διωγμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prenasledovanie, prenasledovania, prenasledovaní, prenasledovaniu, prenasledovaním
Τυχαίες λέξεις