Λέξη: κάταγμα

Σχετικές λέξεις: κάταγμα

κάταγμα πέους, κάταγμα έξω σφυρού, κάταγμα αγκώνα, κάταγμα περόνης, κάταγμα κόπωσης, κάταγμα colles, κάταγμα σκαφοειδούς, κάταγμα κλείδας, κάταγμα ισχίου, κάταγμα στέρνου

Συνώνυμα: κάταγμα

θλάση

Μεταφράσεις: κάταγμα

κάταγμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fracture, fractured, fracture of, a fracture, fractures

κάταγμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fractura, quebradura, fracturar, fractura de, la fractura, fracturas, de fractura

κάταγμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knochenbruch, fraktur, verwerfung, bruch, Fraktur, Bruch

κάταγμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cassure, casser, briser, fracturons, fracturent, fracture, rompre, fracturez, bris, fracturer, rupture, faille, fractures, la rupture, la fracture

κάταγμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frattura, fratture, rottura, di frattura, della frattura

κάταγμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fartura, falha, fratura, fractura, fratura de, de fratura, da fratura

κάταγμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breuk, fractuur, fracturen, breuken, breken

κάταγμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надлом, поломать, перелом, излом, сломать, трещина, проломить, преломление, пролом, ломать, разводье, разлом, разрыв, разрушения, разрушение, перелома

κάταγμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brudd, fraktur, bruddet

κάταγμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brott, benbrott, bryta, krossa, fraktur, frakturer

κάταγμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katkeama, vika, murtuma, murtaa, murtua, murtuman, murtumien, Murtunut, murtumia

κάταγμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knoglebrud, fraktur, brud, brækket, bruddet

κάταγμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zlom, rozbít, zlomit, zlomení, lom, rozlomit, zlomenina, zlomeniny, fraktura, zlomenin

κάταγμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pękanie, łamać, złamanie, złapać, złamać, pęknięcie, naruszenie, przełam, złamania, złamań

κάταγμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törés, törési, törést, repedés, törések

κάταγμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırma, kırık, kırılma, kırığı, kırılması, fraktür

κάταγμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перелом, переломлення, заломлення, розводді, злам

κάταγμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thyej, thyerje, frakturë, fraktura, thyerje e, frakture

κάταγμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прелом, фрактура, фрактури, счупване, фрактура на, фрактурата

κάταγμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пералом

κάταγμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
luumurd, murdma, mõra, murd, luumurdude, murru, luumurru

κάταγμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fraktura, pukotina, prelom, lom, prijelom, loma, prijeloma, frakture

κάταγμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brot, beinbrotum, beinbrot, brotið, brota, Brot

κάταγμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lūžis, lūžių, lūžio, kaulų lūžių, lūžiai

κάταγμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lūzums, lūzumu, kaula lūzums, lūzuma, lūzumi

κάταγμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фрактура, фрактури, скршеница, фрактура на, рамо

κάταγμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fractură, fractura, fracturi, fracturii, fractura de

κάταγμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zlom, fraktura, Zlom, lom, zloma, zlomov, prelom

κάταγμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlom, zlomenina, zlomeniny, fraktúra, zlomeninu, stavca

Στατιστικά δημοτικότητας: κάταγμα

Τυχαίες λέξεις