Doel στα ελληνικά

Μετάφραση: doel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, πρόθεση, δεξίωση, αποβλέπω, προαίρεση, γκολ, ρόλος, σημασία, λειτουργία, σχέδιο, σκοπός, λειτουργώ, στόχος, σκοπεύω, στοχεύω, αποφασιστικότητα, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού
Doel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doden στα ελληνικά - σκοτώνω, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση
  • doek στα ελληνικά - τυλίγω, στρώμα, καμβάς, κομμάτι, πανί, αυλαία, κουρτίνα, ...
  • doelmatig στα ελληνικά - βολικός, εύχρηστος, επίκαιρος, πρόχειρος, αποδοτικός, αποτελεσματικός, τέχνασμα, ...
  • doelstelling στα ελληνικά - σκοπός, αντικειμενικός, χρήση, δεξίωση, λειτουργώ, στόχος, χρησιμοποιώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Doel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, πρόθεση, δεξίωση, αποβλέπω, προαίρεση, γκολ, ρόλος, σημασία, λειτουργία, σχέδιο, σκοπός, λειτουργώ, στόχος, σκοπεύω, στοχεύω, αποφασιστικότητα, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού