Λέξη: διοικητής

Σχετικές λέξεις: διοικητής

διοικητής οαεδ, διοικητής αγίου όρους, διοικητής ικα, διοικητής ογα, διοικητής κατ, διοικητής οαεε, διοικητής σεθα, διοικητής τράπεζας της ελλάδος, διοικητής ασδεν, διοικητής ευπ

Συνώνυμα: διοικητής

κυβερνήτης, αρχηγός, πλωτάρχης, υποπλοίαρχος, προσταγή, φρούραρχος, διαχειριστής, εκκαθαριστής

Μεταφράσεις: διοικητής

διοικητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commandant, commander, administrator, governor, commander of

διοικητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comandante, comandante de, jefe, el comandante, comandante del

διοικητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kommandant, Kommandant, Kommandeur, Befehlshaber, Kommandanten

διοικητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commandant, chef, commandant de, le commandant, commandement

διοικητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
comandante, comandante di, il comandante, comandante della, commander

διοικητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comandante, comandante da, comandante de, chefe, comandante do

διοικητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
commandant, bevelhebber, Commander, gezagvoerder, commandant van

διοικητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
начальник, командир, комендант, командующий, командира, командиром, командующего

διοικητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
commander, kommandant, kommandør, sjef, kommandanten

διοικητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befälhavare, commander, befälhavaren, commanderen, chefen

διοικητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
komentaja, komentajan, päällikkö

διοικητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kommandant, hærfører, anfører, Commander, kommandør, øverstbefalende, luftfartøjschefen

διοικητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
velitel, velitelem, velitele, velitel letadla, veliteli

διοικητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
komendant, dowódca, komandor, wódz, dowódcą

διοικητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
parancsnok, parancsnoka, Commander, parancsnokot, parancsnoknak

διοικητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komutan, komutanı, commander, kumandan, kumandanı

διοικητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
командир, командире, командира

διοικητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
komandant, komandanti, komandanti i, komandant i, komandantin

διοικητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
комендант, командир, командващ, командир на, командира, Командирът

διοικητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
камандзір

διοικητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
komandant, komandör, ülem, commander, õhusõiduki kaptenit, õhusõiduki kaptenile

διοικητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zapovjednik, komandant, zapovjednika, Commander, Zapovjedniče

διοικητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirmaður, Commander, flugstjórinn, flugstjóri, foringi

διοικητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vadas, komendantas, Commander, vado, vadui, vadu

διοικητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
komandieris, Commander, Kapteinis, kapteinim, komandierim

διοικητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
командантот, командант, командантот на, командант на, управувач

διοικητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
comandant, comandantul, Commander, comandant de, comandantului

διοικητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poveljnik, Vodja, komandant, Vodja zrakoplova, zrakoplova

διοικητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veliteľ, kapitán, kapitán lode, veliteí

Στατιστικά δημοτικότητας: διοικητής

Τυχαίες λέξεις