Λέξη: δουλειά

Σχετικές λέξεις: δουλειά

δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλεία φωτός, δουλεία διόδου, δουλεία στην αρχαιότητα, δουλεία νομικος ορος, δουλεία οίκησης

Συνώνυμα: δουλειά

δούλος, υπόθεση

Μεταφράσεις: δουλειά

δουλειά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slavery, bondage, work, servitude, of slavery

δουλειά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cautiverio, esclavitud, cautividad, servidumbre, la esclavitud, la servidumbre

δουλειά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knechtschaft, sklaverei, Knechtschaft, Unfreiheit, Sklaverei, bondage, Leibeigenschaft

δουλειά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
esclavage, asservissement, servitude, la servitude, bondage, l'esclavage

δουλειά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schiavitù, servitù, bondage, legame, la schiavitù

δουλειά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escravatura, escravidão, servidão, cativeiro, bondage, sujeição

δουλειά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slavernij, lijfeigenschap, Bondage, gebondenheid, dienstbaarheid

δουλειά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невольник, неволя, рабство, рабовладение, невольничество, Бондаж, Bondage, кабала

δουλειά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trelldom, slaveri, bondage, fangenskap, trelldommen

δουλειά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slaveri, träldom, bondage, träldomen, fångenskap

δουλειά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
orjuus, bondage, orjuudesta, Maaorjuus, orjuudessa

δουλειά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slaveri, bondage, trældom, fangenskab, lænker

δουλειά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otroctví, Bondage, svazování, bondáž, deepthroating

δουλειά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mordęga, niewola, niewolnictwo, jasyr, Bondage, niewoli, niewolnik

δουλειά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogság, Bondage, rabságból, szolgaság, rabságában

δουλειά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kölelik, esaret, Bondage, Bağlama, Efendi köle

δουλειά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неволя, рабство, рабоволодіння, рабовласництво

δουλειά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
robëri, varësi e plotë, skallavëri, robëria, skllavërisë, skllavëri

δουλειά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
робство, робството, окови, иго

δουλειά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рабства, няволю

δουλειά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
orjus, pärisorjus, bondage, orjusest, köidikuist, kütkest

δουλειά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ropstvu, robovanje, ropstvo, deepthroating, ropstva, vezanost

δουλειά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ánauð

δουλειά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
servitus

δουλειά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vergovė, vergija, Surišejai, Bondage, nelaisvėje, Užveržimo, užveržėjas

δουλειά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
verdzība, dzimtbūšana, Bondage, Sasiešana, verdzības, vergojot

δουλειά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ропство, ропството, јаремот, робувањето

δουλειά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sclavie, robie, robiei, robia, angajament

δουλειά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bondage, ropstva, robovanja, sužnosti, jetništvo

δουλειά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otroctva, otroctvo, otroctve, otroctvu

Στατιστικά δημοτικότητας: δουλειά

Τυχαίες λέξεις