Doortrekken στα ελληνικά
Μετάφραση: doortrekken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, διαπερνούν, διαπεράσει, διεισδύσει, διηθήματος, διαπερνά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doorstoten στα ελληνικά - διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
- doortrapt στα ελληνικά - σέξι, έξυπνος, κηλίδα, δύσκολος, μουσίτσα, πανουργία, καπάτσος, ...
- doorvoeren στα ελληνικά - άσκηση, χρήση, κατορθώνω, χρησιμοποιώ, πρακτική, πράξη, πρακτικής, ...
- doorwaden στα ελληνικά - πέρασμα, Ford, της Ford, η Ford, τη Ford
Τυχαίες λέξεις
Doortrekken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, διαπερνούν, διαπεράσει, διεισδύσει, διηθήματος, διαπερνά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, διαπερνούν, διαπεράσει, διεισδύσει, διηθήματος, διαπερνά