Μουσκεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: μουσκεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzadigen, doortrekken, weken, roten, RET, bd, de RET, root
Μουσκεύω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μουσκεύω

μουσκεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μουσκεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μουσικός στα ολλανδικά - musicus, toonkunstenaar, muzikant, speelman, musical, muzikaal, muzikale, ...
  • μουσκέτο στα ολλανδικά - musket, geweer, musket leek, musketkogel, musketten
  • μουστάκι στα ολλανδικά - snor, knevel, mustache, moustache, snorretje
  • μουστάρδα στα ολλανδικά - mosterd, de mosterd, mosterd-, mosterdplant
Τυχαίες λέξεις
Μουσκεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verzadigen, doortrekken, weken, roten, RET, bd, de RET, root