Λέξη: δύσπιστος
Σχετικές λέξεις: δύσπιστος
δύσπιστος αγγλικά, δύσπιστος στα αγγλικά, δύσπιστος μετάφραση
Συνώνυμα: δύσπιστος
σκεπτικός, αμφιβάλλων, σκεπτικιστικός, ύποπτος, καχύποπτος, φιλύποπτος, κακόπιστος, μη επμιστευμένος
Μεταφράσεις: δύσπιστος
δύσπιστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sceptic, incredulous, skeptical, unbelieving, suspicious, mistrustful
δύσπιστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incrédulo, incrédula, incrédulos, incredulidad, de incredulidad
δύσπιστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
skeptiker, ungläubig, ungläubigen, ungläubige, ungläubiges, skeptisch
δύσπιστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sceptique, pyrrhonien, incrédule, incrédules, incrédulité, d'incrédulité
δύσπιστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incredulo, incredula, increduli, incredulità, incredule
δύσπιστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incrédulo, incrédula, incrédulos, incredulidade, de incredulidade
δύσπιστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongelovig, ongelovige, incredulous, ongeloof, ongeloovig
δύσπιστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
маловер, скептик, скептический, недоверчивый, недоверчиво, скептически, недоверием, недоверчивым
δύσπιστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skeptiker, vantro, tvil, tvilende, skeptisk, vantro at
δύσπιστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
incredulous, skeptisk, skeptiska, klentrogen, misstrogen
δύσπιστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäuskoinen, epäuskoisena, epäuskoisesti, incredulous, epäilevä
δύσπιστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vantro, Smiil, skeptisk, skeptiske
δύσπιστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skeptický, pochybovačný, nedůvěřivý, nevěřícně, nedůvěřivě, nevěřícný, uvěřit
δύσπιστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sceptyczny, sceptyk, nieufny, niedowierzaniem, z niedowierzaniem, niedowierzania, incredulous
δύσπιστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hitetlen, hitetlenkedve, hitetlenkedő, hitetlenül, hitetlenkedett
δύσπιστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inanmaz, kuşkulu, inanmayan, kuşkuyla, inanamıyordu
δύσπιστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скептичний, скептик, недовірливий, недовірлива, недовірливі, недовірливо
δύσπιστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dyshues, mosbesues, dyshuese, ta besonte, besonte
δύσπιστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
недоверчив, скептичен, недоверчиво, невярващо, с недоверие
δύσπιστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
недаверлівы, недаверліва
δύσπιστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
skeptik, kahtleja, uskmatu, uskumatuid, uskmatut, umbusklikud, Epäilevä
δύσπιστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sumnjalo, skeptik, nepovjerljiv, nevjerici, u nevjerici, nevjericom, s nevjericom
δύσπιστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
incredulous
δύσπιστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepatiklus, nepasitikintis, skeptiškas, dowierzający, Ne dowierzający
δύσπιστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skeptisks, neticīgi, neticīgs
δύσπιστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скептичен, скептични
δύσπιστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neîncrezător, neincrezator, neîncrezătoare, incredul, neîncrezători
δύσπιστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skeptik, skeptičen, Neveren, nejeverno
δύσπιστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skeptik, nedôverčivý, skeptický, nedôverčivá
Τυχαίες λέξεις