Dubbel στα ελληνικά
Μετάφραση: dubbel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλός, σωσίας, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Μεταφράσεις
- druppel στα ελληνικά - σταλάζω, στάζω, καταβρέχω, σταγόνα, ρανίδα, μικροποσότητα, μειώνομαι, ...
- druppelen στα ελληνικά - σταλάζω, στάζω, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
- dubbelhartig στα ελληνικά - επίβουλος, αναληθής, λάθος, ψευδής, προδοτικός, ψεύτικος, διπρόσωπος, ...
- dubbelzinnig στα ελληνικά - διφορούμενος, ασαφής, διφορούμενη, διφορούμενο, διφορούμενες
Τυχαίες λέξεις
Dubbel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλός, σωσίας, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Μεταφράσεις: διπλός, σωσίας, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού