Λέξη: χήρος

Σχετικές λέξεις: χήρος

χώρος συνώνυμα, χήρος μετάφραση, χήρος στα αγγλικά

Μεταφράσεις: χήρος

χήρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
widower, widowed, a widower, widow, widowers

χήρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viudo, viuda, el viudo, viudo de

χήρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
witwer, Witwer, Witwers, der Witwer

χήρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
veuf, veuve, le veuf, de veuf

χήρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vedovo, vedova, reversibilità, vedovi

χήρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viúvo, viúva, viuvez, viúvo de, o viúvo

χήρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weduwnaar, Weduwenaar, De weduwnaar, weduwnaarspensioen, weduwnaars-

χήρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вдовец, вдовцом, вдовца, вдовец Вы

χήρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
enkemann, enkemannen, enke

χήρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
änkling, änklingen, änkeman, änklings, änklingar

χήρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
leski, leskeksi, leskimies, jääneen, leskeksi jäänyt mies

χήρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
enkemand, enkemandspension, enkemanden, enkemands-

χήρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vdovec, vdovecký, vdovecké, vdovce

χήρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wdowiec, wdowcem, wdowca, wdowców

χήρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
özvegyember, özvegy ember, özvegy, megözvegyült férjére

χήρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dul, dul erkek, bir dul, dul bir erkek, dul olan

χήρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдівець, удівець, вдовець

χήρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ve, i ve, veu, i veu, veut

χήρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вдовец, вдовица, вдовци, за вдовци

χήρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
удавец, ўдавец

χήρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lesestunud, lesk, lesestunud mees, lese

χήρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udovac, udovica, udovac je, udovca

χήρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ekkill

χήρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
našlys, našlio, Išsiskyręs, našliui

χήρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atraitnis, atraitņa, atraitnim, atraitņiem

χήρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вдовец, вдовецот, вдовецот на, вдовица, вдовец кој

χήρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
văduv, vaduv, văduvă, soț supraviețuitor, de văduv

χήρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vdovec, vdovcu, vdovce, vdova

χήρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vdovec, pozostalý, sa pozostalý, vdova
Τυχαίες λέξεις