Eindeloos στα ελληνικά
Μετάφραση: eindeloos, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιώνιος, ενδελεχής, παντοτινός, ατέλειωτα, ασταμάτητα, ατελείωτα, διαρκώς, ατέρμονα
Μεταφράσεις
- einde στα ελληνικά - συμπέρασμα, τελειώνω, λήξη, κατάληξη, τέλος, άκρο, τέλη, ...
- eindelijk στα ελληνικά - τελικά, Τέλος, επιτέλους
- eindigen στα ελληνικά - τελειώνω, τερματισμός, περατώνω, ολόκληρος, λήγω, τέλος, ολοκληρώνω, ...
- eindje στα ελληνικά - κομμάτι, τεμάχιο, κίνηση, τεμαχίου, κομματιού
Τυχαίες λέξεις
Eindeloos στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιώνιος, ενδελεχής, παντοτινός, ατέλειωτα, ασταμάτητα, ατελείωτα, διαρκώς, ατέρμονα
Μεταφράσεις: αιώνιος, ενδελεχής, παντοτινός, ατέλειωτα, ασταμάτητα, ατελείωτα, διαρκώς, ατέρμονα