Evident στα ελληνικά

Μετάφραση: evident, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναργής, εμφανής, κάμπος, φαινομενικός, πεδιάδα, σκέτος, έκδηλος, σκέτο, προφανής, φανερός, προφανές, προφανή, προφανείς, φανερό
Evident στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • evenwijdig στα ελληνικά - παράλληλος, παράλληλο, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες
  • evenzeer στα ελληνικά - παρομοίως, επιπλέον, άλλωστε, και, εξίσου, επίσης, εξ ίσου, ...
  • evolueren στα ελληνικά - αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, εξελίσσονται, εξελιχθεί, εξελίσσεται, εξελιχθούν, να εξελιχθεί
  • evolutie στα ελληνικά - εξέλιξη, ανάπτυξη, εξέλιξης, την εξέλιξη, έκλυση, εξελίξεις
Τυχαίες λέξεις
Evident στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναργής, εμφανής, κάμπος, φαινομενικός, πεδιάδα, σκέτος, έκδηλος, σκέτο, προφανής, φανερός, προφανές, προφανή, προφανείς, φανερό