Αυταρχικός στα αγγλικά

Μετάφραση: αυταρχικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bossy, imperious, officious, autocratic, overbearing
Αυταρχικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αυταρχικός

bossy
  • αυταρχικός
despotic
  • αυταρχικός
  • απολυταρχικός
  • τυραννικός
imperious
  • αγέρωχος
  • αυταρχικός
  • δεσποτικός
officious
  • αυταρχικός
  • πρόθυμος
  • φιλοπράγμων
  • ενοχλητικά πρόθυμος
autocratic
  • αυταρχικός
  • απολυταρχικός
peremptory
  • επιτακτικός
  • προστακτικός
  • αυταρχικός
  • αυθαίρετος
  • οριστικός
  • ανένδοτος
magisterial
  • δεσποτικός
  • αγέρωχος
  • δικαστικός
  • αυταρχικός
overbearing
  • καταθλιπτικός
  • αυταρχικός
  • αγέρωχος
autocratical
  • αυταρχικός
  • απολυταρχικός
self-assertive
  • αυταρχικός

Σχετικές λέξεις: αυταρχικός

αυταρχικός συνώνυμα, αυταρχικός σύντροφος, αυταρχικός λεξικό, αυταρχικός πατέρας, αυταρχικός δάσκαλος, αυταρχικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, αυταρχικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αυταπόδεικτος στα αγγλικά - axiomatic, axiomatical
  • αυταρέσκεια στα αγγλικά - complacency, smugness, vanity
  • αυτεξούσιος στα αγγλικά - independent, free, sovereign, free will, independent will
  • αυτοβιογραφία στα αγγλικά - autobiography, his autobiography, autobiography of, her autobiography
Τυχαίες λέξεις
Αυταρχικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: bossy, imperious, officious, autocratic, overbearing