Λέξη: κανόνι

Σχετικές λέξεις: κανόνι

κανόνι τουριστικό γραφείο, κανόνι κέρκυρα, κανόνι ανακλαστήρα των άστρων, κανόνι ποτίσματος, κανόνι θορύβου, κανόνι κέρκυρα χάρτης, κανόνι μονεμβασιά, κανόνι βάρεσε» σήμερα μεγάλο τουριστικό γραφείο του συντάγματος, κανόνι από μεγάλο τουριστικό γραφείο της αθήνας, κανόνι γκιόλβα

Συνώνυμα: κανόνι

όπλο, πιστόλι, πυροβόλο, τουφέκι, τηλεβόλο

Μεταφράσεις: κανόνι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cannon, gun, canon, cannon at
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cañón, cañones, de cañón, cañón de, cañones de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschütz, kanone, Kanone, Kanonen, cannon
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
canon, as, canons, cannon, de canon, des canons
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cannone, cannoni, cannon, di cannone, cannone di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
canhão, canhões, canhão de, de canhão, cannon
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kanon, kettingzang, vuurmond, canon, Cannon, kanonnen, het Kanon, kanon van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мундштук, карамболь, столкнуться, пушка, орудие, ухо, пушки, пушку, пушечное
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kanon, kanonen, cannon, kanoner
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kanon, kanonen, Cannon, kanoner
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kanuuna, takasääri, etusääri, tykki, cannon, tykin, tykillä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kanon, Cannon, kanoner, kanonen, i Cannon
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dělo, děla, kanón, kanon, dělová
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karambolować, działo, armata, kanonada, działko, cannon, armaty, Armatki
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ágyú, ágyút, cannon, ágyúval
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
top, Cannon, topu, Savaş Topu, topçu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пушка, зштовхнутися, гармата, знаряддя, вухо
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
top, për top, karambol, vesh, përplasem
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пушка, оръдие, оръдия, оръдието, пушечно, топ
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гармата, пушка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suurtükk, karambool, kahur, suurtükid, tykki, Cannon, kahuri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
top, kanon, propis, svećenik, oruđe, Cannon, topa, topova, topove
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fallbyssa, Cannon, fallbyssu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pabūklas, patranka, patrankos, Cannon, patrankų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lielgabals, lielgabalu, Cannon, lielgabali, lielgabaliem
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
топови, топ, топовско, топовски, топови за
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tun, de tun, tunul, tun de, tunuri
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
topovi, cannon, topovska, top, Cannon je
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
delo, dialo, dělo

Στατιστικά δημοτικότητας: κανόνι

Τυχαίες λέξεις