Genegenheid στα ελληνικά

Μετάφραση: genegenheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, την αγάπη, αγάπης, στοργής
Genegenheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • geneesmiddel στα ελληνικά - αλατίζω, παστώνω, θεραπεύω, καπνίζω, φαρμακευτικός, φάρμακο, ιατρική, ...
  • genegen στα ελληνικά - κεκλιμένος, κεκλιμένη, κεκλιμένο, κεκλιμένες, κεκλιμένου
  • geneigd στα ελληνικά - κεκλιμένος, κεκλιμένη, κεκλιμένο, κεκλιμένες, κεκλιμένου
  • generaal στα ελληνικά - στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Τυχαίες λέξεις
Genegenheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, την αγάπη, αγάπης, στοργής