Αποκλειστικότητα στα αγγλικά
Μετάφραση: αποκλειστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exclusive, exclusiveness, exclusivity, exclusively, reserved
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αποκλειστικότητα
exclusiveness
- αποκλειστικότητα
- αποκλειστικότης
Σχετικές λέξεις: αποκλειστικότητα
αποκλειστικότητα στα αγγλικά, αποκλειστικότητα συνώνυμο, αποκλειστικότητα στη σχέση, κατ αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητα λεξικό γλώσσας αγγλικά, αποκλειστικότητα στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- αποκλειστικά στα αγγλικά - solely, exclusively, only, exclusive, entirely
- αποκλειστικός στα αγγλικά - exclusive, sole, unique, the exclusive, reserved
- αποκληρώνω στα αγγλικά - disinherit
- αποκολλώ στα αγγλικά - detach, Unstick, detached, detaches, dislodges
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικότητα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: exclusive, exclusiveness, exclusivity, exclusively, reserved
Μεταφράσεις: exclusive, exclusiveness, exclusivity, exclusively, reserved