Gerief στα ελληνικά

Μετάφραση: gerief, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεση, παρηγορώ, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
Gerief στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gerenommeerd στα ελληνικά - διάσημος, πολύκροτος, αξιοσημείωτος, επιφανής, ξακουστός, φημισμένος, γνωστός, ...
  • gereserveerd στα ελληνικά - κρατημένος, επιφυλακτικός, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
  • geriefelijk στα ελληνικά - άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
  • gerieflijk στα ελληνικά - βολικός, άνετος, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Τυχαίες λέξεις
Gerief στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεση, παρηγορώ, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των